- μισθαρνικός
- -ή, -ο (Α μισθαρνικός, -ή, -όν) [μίσθαρνος]αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στη μισθαρνία ή στον μίσθαρνο, αυτός που γίνεται με μισθό («μισθαρνική εργασία»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισθαρνικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνικόν — μισθαρνικός of masc acc sg μισθαρνικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνικαί — μισθαρνικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνικῆς — μισθαρνικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνικήν — μισθαρνικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνικῶς — μισθαρνικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνικάς — μισθαρνικά̱ς , μισθαρνικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)